Το Γλωσσικό Ζήτημα και η πορεία προς το σήμερα

Γλωσσολογικές Αναζητήσεις
Γλωσσολογικές Αναζητήσεις
Το Γλωσσικό Ζήτημα και η πορεία προς το σήμερα
Loading
/

Γεια σας! Είμαι ο Αχιλλέας Κωστούλας, και σας καλωσορίζω στις Γλωσσολογικές Αναζητήσεις. Το επεισόδιο αυτό (διάρκειας περίπου 34 λεπτών) ολοκληρώνει έναν κύκλο τεσσάρων επεισοδίων για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Με την περιπλάνηση αυτή στο χρόνο δεν επιδιώξαμε να καταγράψουμε το σύνολο της ιστορικής διαδρομής της γλώσσας, αλλά –αντίθετα– σταθήκαμε στα στιγμιότυπα εκείνα που έχουν σημαντική συνάφεια με το γλωσσικό μας παρόν. Έτσι κι εδώ, θα εστιάσουμε στο Γλωσσικό Ζήτημα, τη σύγκρουση δηλαδή καθαρεύουσας και δημοτικής κατά τους τελευταίους δύο αιώνες.

Η ελληνική γλώσσα: ένα ταξίδι στο χρόνο

Τι είναι το Γλωσσικό Ζήτημα

Το Γλωσσικό Ζήτημα μπορούμε να το ορίσουμε στενά, ως μια διαμάχη που ξεκινά στο τέλος του 19ου ή τις αρχές του 20ου αιώνα –όταν πρωτοτίθεται επίμονα το αίτημα για χρήση της δημοτικής γλώσσας– και ολοκληρώνεται το 1976 με την επικράτησή της, ως Κοινής Νεοελληνικής. Εναλλακτικά (και αυτή την οπτική υιοθετούμε εδώ), θα το δούμε ως μια ευρύτερη γλωσσο-ιδεολογική διαμάχη (Blommaert, 1996) που εκφράστηκε πάνω στη γλώσσα και μέσω αυτής. Το επίδικο στη διαμάχη για τη γλώσσα ήταν πώς αυτοπροσδιορίζεται ο ελληνισμός: με βάση το αρχαίο του παρελθόν ή με βάση το παρόν του. Η αφετηρία του προβληματισμού αυτού εντοπίζεται ήδη στις αρχές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ενώ φαίνεται πρόωρο να κάνουμε λόγο για λήξη του. Για το λόγο αυτό, θα προσεγγίσουμε το Γλωσσικό Ζήτημα μέσα σε ένα ευρύ ιστορικό πλαίσιο.

Το υπόστρωμα
του Γλωσσικού Ζητήματος

Είδαμε σε προηγούμενο επεισόδιο πως, κατά τη βυζαντινή περίοδο αναπτύχθηκε μια ιδιότυπη συνύπαρξη δύο μορφών ελληνικής (διγλωσσία). Από αυτές, η λόγια εκκλησιαστική γλώσσα μιμούνταν στοιχεία των αρχαίων ελληνικών. Αντίθετα η δημώδης γλώσσα συνέχιζε διεργασίες που είχαν ξεκινήσει ήδη από την ελληνιστική εποχή.

Η ζύμωση της ελληνικής γλώσσας με στοιχεία από άλλες γειτονικές συνεχίστηκε και κατά τους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μάλιστα, η συνύπαρξη πολλών λαών στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα την σύγκλιση της ελληνικής με άλλες γειτονικές γλώσσες. Η γλωσσική σύγκλιση είναι πιο ορατή στο λεξιλόγιο. Κάποιες λέξεις που εισήχθησαν στο λεξιλόγιό μας τότε είναι οι εξής:

  • Από τα αλβανικά: λουλούδι, μπουσουλάω, σβέρκος…
  • Από τα τουρκικά: γούρι, τσέπη, μανάβης…
  • Από σλαβικές γλώσσες: κοτσάνι, ρούχο, κουτάβι…

Εκτός όμως από τα παραπάνω, εντοπίζονται όμως και συγκλίσεις σε φωνολογία, σύνταξη κ.α. Οι ομοιότητες είναι τόσες και τέτοιας έκτασης, που στη βιβλιογραφία γίνεται λόγος για Βαλκανικό Γλωσσικό Δεσμό. Ως Γλωσσικός Δεσμός [Sprachbund] ορίζεται μια ομάδα γλωσσών που δεν είναι στενά συγγενικές, αλλά μοιράζονται στοιχεία λόγω της μακρόχρονης γειτνίασης.


Πώς γεννήθηκε το Γλωσσικό Ζήτημα

Η σχετικά αρμονική συνύπαρξη της δημώδους με τη λόγια, και των ελληνικών με τις γειτονικές γλώσσες θα δοκιμαστεί στο τέλος του 17ου μ.Χ. αιώνα. Την εποχή εκείνη αρχίζει να διαμορφώνεται μια έντονη αντιπαράθεση, το Γλωσσικό Ζήτημα. Η εμφάνισή του την συγκεκριμένη χρονική στιγμή οφείλεται σε δύο χαλαρά συνδεδεμένους λόγους: την διάδοση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και την ανάδυση της ελληνικής εθνικής συνείδησης.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός (17ος και 18ος μ. Χ. αι.) είναι ένα κίνημα που μεταλαμπαδεύσε στον ελλαδικό χώρο τις φιλοσοφικές ιδέες, πολιτικές σκέψεις και φυσικές ανακαλύψεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Στο ίδιο ρεύμα εντάσσεται και η αντίδραση, κυρίως από μερίδα του Ορθόδοξου κλήρου, που αμφισβήτησε την εγκυρότητα και χρησιμότητα της σκέψης αυτής.

Ένα από τα ερωτήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων την εποχή αυτή είναι το ζήτημα της γλώσσας. Συγκεκριμένα, αναπτύσσονται δύο διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις ως προς το ποια μορφή της γλώσσας είναι πιο κατάλληλη για την διατύπωση των ιδεών που διακινούνται. Ορισμένοι λόγιοι, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις και ο Νεόφυτος Δούκας, υποστηρίζουν ότι οι λεπτές διακρίσεις της φιλοσοφίας και ανάγκη ακρίβειας στις φυσικές επιστήμες επιβάλλουν τη χρήση μιας «καλλιεργημένης» γλώσσας. Άλλοι, όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, προτείνουν τη χρήση απλής γλώσσας ώστε να διευκολύνεται η διάχυση των νέων ιδεών σε όσο το δυνατόν πλατύτερα ακροατήρια.

Επιχειρήματα υπέρ της αρχαΐζουσας

Προ πάντων τοιγαρούν μη κομιδή ξένον όντα, και αδαή του Έλληνος λόγου, ήκειν αξιώ τον φιλοσοφήσοντα. Αλλ’ εκ της Γραμματικής, και της άλλης Εγκυκλίου των μαθημάτων τριβής, ικανώς συγκεκροτημένον. […] Εκσυρικτέον άρα τα χυδαϊστί φιλοσοφείν επαγγελλόμενα βιβλιαρίδια, της Ελλάδος φωνής ως οιόν τε επιμελουμένους, ης άνευ, ουδέν των πάλαι πεφιλοσοφηκότων εστίν απόνασθαι.

Βούλγαρις, Ε. (1766). Λογική, εκ παλαιών τε και νεωτέρων συνερανισθείσα. Λειψία.

Επιχειρήματα υπερ της καθομιλουμένης

Η γλώσσα εφευρέθηκε για να κοινολογούμε της ιδέαις μας αναμεταξύ μας, και για να καταλαβαίνουμε μ’ ευκολία ένας τον άλλον. αυτό λοιπόν δε γένεται σωστά και ορθά, α δε λαλούμε ή α δεν ακούμε τη γλώσσα που έχουμ’ έξι, και οπού συνηθίσαμε να λαλούμε και ν’ ακούμ’ απτά μικράτα μας, το οποίο σ’ εμάς είν’ η ρωμαίκια γλώσσα, στην οποία μπορούμε με καθ’ ευκολία και χωρίς σκέψι πολλή να εκφράζουμε της ιδέαις μας, και να καταλαβαίνουμ’ άλλονα να κάμη το αυτό. αλλιώς δυσκολεύουμαστε αρκετά και στα δύο, όταν δηλαδή πούμε ή ακούσουμε νόημα μ’ έναν ασυνήθιστον τρόπο.

Καταρτζής, Δ. (α.χ./1974). «Σχέδιο ότ’ η ρωμαίκια γλώσσα…», Στο Κ. Θ. Δημαράς (Επιμ.) Δοκίμια. Ερμής. [σ. 9]

Η ανάδυση εθνικής συνείδησης

Παράλληλα με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό (και σε κάποιο βαθμό λόγω αυτού), διαμορφώνεται σταδιακά η ελληνική εθνική συνείδηση. Η αναδυόμενη εθνική ταυτότητα στρέφεται γρήγορα προς την κλασική αρχαιότητα από την οποία αντλεί γόητρο και προσδιοριστικά στοιχεία.

Για ορισμένους στοχαστές της εποχής, η αρχαιοελληνική γλώσσα ήταν ένα από τα στοιχεία αυτά. Για να συνδεθεί το έθνος με το ένδοξό του παρελθόν, υπήρχε συνεπώς ανάγκη και να μειωθεί η απόσταση που χώριζε τη γλώσσα τους από αυτή της αρχαίας Αθήνας. Θεωρούσαν επίσης απαραίτητη, για αυτονόητους λόγους, και την κάθαρση της γλώσσας από ξενικά – ιδιαίτερα τουρκικά – στοιχεία.

Ένα παράδειγμα αυτής της αντίληψης βρίσκουμε στο βιβλίο του Παναγιώτη Κοδρικά Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου (1818):

Η γλώσσα μας λοιπόν είναι φύσει και θέσει Ελληνική, και καμμία νόθος Γλωσσονομία δεν δύναται να τη αφαιρέση αυτό το γνήσιον όνομα. Όθεν αν ως Γλώσσα ζώσα και λαλουμένη χρειάζεται κάθαρσιν, η κυρίως κάθαρσις αυτής είναι το να αποβληθή μετά ζήλου όλη η κακόζηλος ξενολογία των Γλωσσονόμων, διά να διατηρηθή ο φυσικός της χαρακτήρ αναλλοίωτος. […] χρεωστούμεν να απορρίψωμεν όλα τα ξενολογικά εκείνα νόθα ονόματα, δι’ ων οι απειρόκαλοι λαοπλάνοι […] εδοκίμασαν να στήσουν ανυπέρβλητα όρια διαχωρισμού μεταξύ της παλαιάς και νέας Ελληνικής Γλώσσης, της οποίας την ουσιώδη ενότητα μόν’ οι αναισθητούντες ημπορούν να απαρνηθούν.

Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης, διατυπώνεται η άποψη πως η παρούσα μορφή της γλώσσας και διαφέρει από τα αρχαία ελληνικά και δεν υστερεί σε σχέση με αυτά. Στο Διάλογο (1824), ο Διονύσιος Σολωμός, υιοθετώντας την περσόνα ενός ανώνυμου Ποιητή, αντιπαρατίθεται με έναν φανταστικό Σοφολογιότατο, μια καρικατούρα που εκφράζει τις απόψεις των αρχαιολάγνων λογίων:

Σοφολογιότατος Τι ευγένεια ημπορούν να έχουν οι λέξες μας, αν είναι διεφθαρμένες;

Ποιητής Την ευγένειαν, οπού είχαν οι αγγλικές, πριν γράψη ο Σέϊκσπηρ, οπού είχαν οι γαλλικές, πριν γράψη ο Ρασίν, οπού είχαν οι ελληνικές, πριν γράψη ο Όμηρος, και όλοι τους έγραψαν τες λέξες του καιρού τους. 

Κάτι ανάλογο γράφει και ο Ιωάννης Βηλαράς:

Η απλή μας γλώσσα, Λογιώτατε, έχει αστέρευτους θησαυρούς από χάρες και νοστιμάδες. […] Η μανία, ωστόσο, να θέλουν οι προκομμένοι αλλοιώτικη γλώσσα από την κοινή, για να ξηγιούνται, εμόλεψε όλα τα γένη στους καιρούς οπού εκοίτουνταν βαριά άρρωστα από την ανάγκη της αμάθειας. αφορμής οπού τους έκανε να φαντάζωνται πως η προκοπή προέρχεται από λόγια οπού δεν απεικάζονται από όλους και όχι από ιδέες, και πως η διαφορά από σπουδαίον ώς αμαθή είναι ο διαφορετικός τρόπος της ομιλίας και όχι η πλούσια και ταχτική ή η φτωχή και άταχτη παράσταση των ιδεών τους.


Η καθαρεύουσα

Μέσα από την αντιπαράθεση των αρχαϊστών και των ακραίων δημοτικιστών, και τις πιο μετριοπαθείς στάσεις λογίων όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, διαμορφώνεται μια τεχνητή μορφή της γλώσσας, η καθαρεύουσα. Η καθαρεύουσα αποτελεί μια εξαρχαϊσμένη μορφή της ελληνικής. Όπως μαρτυρά το όνομά της, στον πυρήνα του εγχειρήματος είναι η προσπάθεια «κάθαρσης» της ελληνικής από τα στοιχεία με τα οποία είχε έρθει σε επαφή στο παρελθόν. Ανάλογες προσπάθειες γλωσσικής κάθαρσης συναντάμε συχνά κατά τη διαδικασία της εθνογένεσης (βλ. π.χ. Das, 2016· Jernudd & Shapiro, 1999). Για παράδειγμα, είναι καταγεγραμμένη η προσπάθεια να αντικατασταθούν στα Κροατικά οι λέξεις που μοιάζουν με Σερβικές, αλλά και ο τρόπος που αποκρυσταλλώθηκαν τα Hindi και τα Urdu, εξοβελίζοντας τα μεν τις λέξεις των δε.

Πέρα όμως από το γλωσσικό καθαρισμό, αυτό που είναι χαρακτηριστικό της καθαρεύουσας είναι πως προσπαθεί να μιμηθεί τη σύνταξη (π.χ., απαρεμφατικές συντάξεις) και τη μορφολογία της αρχαίας ελληνικής (π.χ. ρηματικές καταλήψεις –όμεθα), και ακόμη και τα φωνολογικά χαρακτηριστικά της (π.χ. το «χτύπος» αντικαθίσταται από το «κτύπος»). Το εγχείρημα αυτό παραγνώριζε ότι η παρακαταθήκη των αρχαίων ελληνικών δεν ήταν πρόσφορη για την καθημερινή επικοινωνία, και ότι η φωνολογία της αρχαίας ελληνικής δεν διασωζόταν με ακρίβεια. Το σημαντικότερο πρόβλημά όμως είναι πως, ως τεχνητή γλώσσα, η καθαρεύουσα δεν είχε την ικανότητα να εξελίσσεται και ήταν συνεπώς θνησιγενής.

Παρ’όλα αυτά, η καθαρεύουσα καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1834, και στο πλαίσιο αυτό, οι «ξένες» επιρροές εξοβελίζονται από τη γλώσσα της διοίκησης. Για παράδειγμα, η λέξη «μινίστρος», που απαντά στα πρώτα νομοθετικά κείμενα της επαναστατημένης Ελλάδας αντικαθίσταται από την αρχαιοπρεπή «υπουργός» (στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε τέτοιο αξίωμα), ενώ το «φαλιρίζω» δίνει τη θέση του στο «πτωχεύω», προοϊκονομώντας την ιστορική φράση του Τρικούπη.  


Πώς κορυφώθηκε το Γλωσσικό Ζήτημα

Υπάρχουν σε αρκετές γλώσσες διαφορετικές γλωσσκές μορφές που χρησιμοποιούνται ανάλογα με το επίπεδο επισημότητας (π.χ. Bokmål και Nynorsk στα Νορβηγικά). Στην Ελλάδα, όμως η διγλωσσία, η συνύπαρξη δηλαδή της καθαρεύουσας (στη διοίκηση και την εκπαίδευση) και της δημοτικής (ως καθομιλούμενη γλώσσας), υπήρξε επεισοδιακή και βίαιη. Κάποια ενδεικτικά στιγμιότυπα της διαδρομής αυτής είναι τα παρακάτω:

Το Ταξίδι Μου

Το 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης εκδίδει το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Το ταξίδι μου» στο Παρίσι, ως ένα είδος μανιφέστου της δημοτικής.

Πρέπει νά πῶ τήν ἀλήθεια· δυσκολέβουμαι νὰ διαβάζω φημερίδες καί συχνά δέν μπορῶ νά καταλάβω τί γράφουν· ἔχουν παρά πολὺ σοφία. Μιά μέρα παραπονιούμουν πού πολλές φορές μέ ξεφέβγει τό νόημα μιᾶς λέξῃς, καί πολὺ φρόνιμα μ’ εἶπε μιά νόστιμη κυρία· −«Φαίνεται ὅτι δέν ἐμάθετε ἱκανά ἑλληνικά εἰς τό σχολεῖον». Καλά πού τἄκουσα κι ἀφτό! Εἶχε δίκιο ἡ νόστιμη κυρία.

Κεφ. ΚΣΤ’ Οικιακά Κυνάρια

Τα Ευαγγελικά

Το 1901, η μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη προξενεί ταραχές στην Αθήνα, με τουλάχιστον οκτώ νεκρούς και 70 τραυματίες. Η αντίδραση είχε, εν μέρει, τις ρίζες της στον γλωσσικό συντηρητισμό, αλλά πολλοί έβλεπαν με καχυποψία την ανάμειξη της ρωσικής καταγωγής Βασίλισσας Όλγας (το γένος Ρομανόφ!) στο εγχείρημα. Η Θεολογική Σχολή Αθηνών χαρακτηρίζει τη μετάφραση «επιβλαβή θρησκευτικώς και εθνικώς» και υποκινούμενοι φοιτητές εξεγείρονται. Ακολουθούν αιματηρές συγκρούσεις με το στρατό, που οδηγούν στην παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη.

Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος

Το 1910, ιδρύεται από λογοτέχνες και εκπαιδευτικούς ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος», που κάνει προσπάθειες για την διάδοση της δημοτικής στην εκπαίδευση. Ανάμεσά τους είναι οι Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Αλέξανδρος Δελμούζος και Δημήτρης Γληνός. Οι σχέσεις πολλών από τους δημοτικιστές (“μαλλιαρούς”) με την αριστερά είχε ως αποτέλεσμα να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι «μαλλιαρισμός, σοσιαλισμός, αθεϊσμός, μασονία είναι ένα και το αυτό» (Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός).

Η Γλωσσική Διάταξη στο Σύνταγμα

Το (γενικά πολύ προοδευτικό) Σύνταγμα του 1911 ορίζει ως επίσημη γλώσσα την καθαρεύουσα. Η περί γλώσσας διάταξη θα παραμείνει στο Σύνταγμα μέχρι το 1975.

Τα Ψηλά Βουνά

Το 1917, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου εισάγει τη δημοτική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Πρόκειται για ένα βραχύβιο πείραμα που έληξε το 1920 με την εκλογική αποτυχία του Βενιζέλου. Το αναγνωστικό Τα Ψηλά Βουνά, του Ζαχαρία Παπαντωνίου, γραμμένο στη δημοτική, γίνεται στόχος ιδιαίτερα έντονης κριτικής. Ο Γ. Χατζηδάκις το χαρακτηρίζει ως «βιβλίον άθεον, μη διδάσκον ούτε θρησκείαν, ούτε πατρίδα, ούτε οικογένειαν» και το αποκηρύσσει λέγοντας πως «είνε [sic] βιβλίον Μπολσεβικικόν!» (Χατζηδάκις, 1919), ενώ ειδική επιτροπή του Υπουργείου Παιδείας εισηγείται την απόσυρσή του.

Ακολουθούν διαδοχικές εναλλαγές δημοτικής-καθαρεύουσας στην εκπαίδευση μέχρι το 1939. Την κατάσταση αυτή περιγράφει σκωπτικά ο Γληνός, γράφοντας με το ψευδώνυμο Αντώνιος Γαβριήλ, στο βιβλίο με τον εντυπωσιακό τίτλο «Οι χοίροι ιύζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν» (1921, σελ. 7).

Ούτε με τα ία, ούτε με τα υνία, ούτε με τα ώτα, ούτε με τα ωά, ούτε με τους υς, ούτε με τους μυς, […] κατόρθωσα ο πανάθλιος να συγκινήσω τα ελληνόπουλα. Μάτην επρόφερα καθαρώτατα και απήγγελα με στόφον τας σπανιωτάτας και θαυμασιωτάτας λέξεις της προγονικής γλώσσης, τόσα σύμβολα της προγονικής εύκλειας. Μάτην ανεζήτουν την λάμψιν του ενδιαφέροντος εις τους κοιμισμένους οφθαλούς των, ενώ τους εδίδασκα με τόσην αγάπην, «ότι το βώδιον λέγεται και βους», ότι «ο σκόβρος είναι ιχθύς» […] Ουδείς συνεκινείτο από την πληροφορίαν αυτήν, εν ω συνεκινούνταν από τας μύιας αι οποίαι αθορύβως όλως επέτων εν τη τάξει και ανεζήτουν οι άθλιοι επιμόνως να ίδουν εάν καμία θα καθίσει εις την μύτιν μου δια να γελάσουν.

Η Γραμματική Τριανταφυλλίδη

Το 1941 δημοσιεύεται η Γραμματική της Νέας Ελληνικής από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Είναι η πρώτη συστηματική γραμματική της δημοτικής. Χρησιμοποιεί ως πρότυπο την αστική, δηλαδή καλλιεργημένη, μορφή της δημοτικής, όπως αποτυπώθηκε στη λογοτεχνία. Αποφεύγει διαλεκτικά στοιχεία και άλλους τύπους που, κατά την κρίση του Τριανταφυλλίδη, ενδεχομένως προκαλούσαν. Η έκδοση της γραμματικής συμβάλλει στην αποδοχή και μερική νομιμοποίηση της μορφής αυτής της γλώσσας.


Πώς λύθηκε (;) το Γλωσσικό Ζήτημα

Ένα βαρύ πλήγμα στην καθαρεύουσα, το έδωσε -άθελά του- το δικτατορικό καθεστώς του 1967-1974. Υιοθετώντας, συχνά με κωμικό τρόπο, αρχαϊζουσες γλωσσικές μορφές, οι στρατιωτικοί προσπάθησαν να συνδέσουν το καθεστώς με την κλασική αρχαιότητα. Αυτό που κατάφεραν όμως ήταν συνδέσουν στη συλλογική συνείδηση την καθαρεύουσα με τον ακραίο συντηρητισμό και την καταπίεση.

Το Γλωσσικό Ζήτημα
στα μεταπολεμικά χρόνια

Το Γλωσσικό Ζήτημα είχε ανέκαθεν ιδεολογικό και πολιτικό χαρακτήρα. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας ήταν συνήθως συντηρητικοί και θεωρούσαν όλους τους δημοτικιστές ως αριστερούς. Πολλοί αριστεροί ήταν υποστηρικτές της δημοτικής, και θεωρούσαν την καθαρεύουσα ως μορφή ταξικής ή κρατικής εξουσίας.

Οι εντάσεις αυτές οξύνθηκαν κατά την επταετή δικτατορία (1967-1974), όταν η καθαρεύουσα ταυτίστηκε με το στρατιωτικό καθεστώς. Σε αυτό δεν συντέλεσαν μόνο οι γλωσσικές επιλογές των στρατιωτικών και η γλώσσα των ανακοινωθέντων. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πνευματική (;) παραγωγή από “τα πνευματικά ενεργούμενα” της χούντας, (όπως τα χαρακτήρισε ο Εμμ. Κριαράς). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συγγραφή από ανώτατο στρατιωτικό (εικάζεται τον στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή) και εξίσου ανώνυμους γλωσσολόγους του Πανεπιστημίου Αθηνών του βιβλίου Εθνική Γλώσσα (1972), ένα συνονθύλευμα κοινότοπων διαπιστώσεων και γλωσσολογικής ανοησίας.

επί του γλωσσικού πεδίου, όταν λέγωμεν λαός, δεν εννοούμεν ολόκληρον τον Λαόν, αλλά μόνον τους αγραμμάτους

Όταν μία γλώσσα, η οποία είχε περισσοτέρας των 100 χιλιάδων λέξεις, και εις την οποίαν διετυπώθησαν τα υψηλότερα νοήματα του ανθρώπου, καταντά εις μίαν γλώσσαν 2-3 χιλιάδων λέξεων, με τας οποίας δεν ημπορείτε να εκφράσετε παρά μόνον ‘συγκεκριμένας εννοίας’ του καθημερινού πρακτικού βίου, αυτό δεν είναι εξέλιξις, υπό την ποιοτικήν σημασίαν του όρου.

Αποσπάσματα από την “Εθνική Γλώσσα” (Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, 1972).

Η γλωσσική αντίδραση εστιάζει ιδιαίτερα κατά της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη. Οι ανώνυμοι συγγραφείς της “Εθνικής Γλώσσας” ξιφουλκούν με ρητορικό μένος και εντυπωσιακό αντεπιστημονισμό εναντίον της, ενώ λίγα χρόνια αργότερα όμοια επιχειρήματα επαναλαμβάνει ο “Εθνικός γλωσσολόγος” Γ. Μπαμπινιώτης (1977) κατά της επιτομής της που είχε υιοθετηθεί στο μεταξύ στην εκπαίδευση.

Η γραμματική του αείμνηστου Τρανταφυλλίδη […] δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως συγχρονική περιγραφή της Νεοελληνικής […] Και επί τέλους, το πρώτο βιβλίο του Έθνους [σημ. εννοεί τη γραμματική] δεν μπορεί σ’ αυτόν το [sic] τόπo να είναι το τελευταίο από πλευράς σοβαρότητος.

Μπαμπινιώτης, Γ. (1977). Η επίσημη σχολική γραμματική και η νεοελληνική μας γλώσσα. Στο (άνευ επιμελητού), Αναζητήσεις (σελ. 169-203). Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία. [σελ. 202]

Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, το 1976, θεσπίζεται η δημοτική ως γλώσσα της διοίκησης και της εκπαίδευσης. Η Κοινή Νέα Ελληνική, όπως τη λέμε συνήθως, είναι η δημοτική γλώσσα, η οποία έχει αφομοιώσει και στοιχεία λόγιου ύφους. Ακολουθεί, το 1986 η υιοθέτηση της δημοτικής και από τη δικαιοσύνη.

Γλώσσα διδασκαλίας […] της Γενικής Εκπαιδεύσεως είναι από του σχολικού έτους 1976 – 1977 η Νεοελληνική. Ως Νεοελληνική γλώσσα νοείται η διαμορφωθείσα ως πανελλήνιον εκφραστικόν όργανον υπό του Ελληνικού λαού και των δοκίμων συγγραφέων του Έθνους Δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων.

Νόμος 309/76, Άρ. 2 (ΦΕΚ 100/Α΄/30-4-1976)


Το Γλωσσικό Ζήτημα σήμερα

Ενώ το Γλωσσικό Ζήτημα έχει λήξει, γλωσσικά και νομοθετικά, παρατηρούνται εντούτοις προσπάθειες τεχνητής αναβίωσής του.

Ήδη από τη δεκαετία του 1980, ομάδες όπως ο Ελληνικός Γλωσσικός Όμιλος επιδόθηκαν στη συστηματική κινδυνολογία για την καταστροφή που –κατά τον ισχυρισμό τους– επέφερε η δημοτική και η συνακόλουθη αποκοπή από τις γλωσσικές μας ρίζες (πότε πρόλαβε;). Το 1984, ο Γ. Μπαμπινιώτης και ο Τ. Λιγνάδης (πρόκειται για τον πατέρα του γνωστού από την επικαιρότητα Δ. Λιγνάδη) αρθρογραφούν από κοινού απαιτώντας την επαναφορά της διδασκαλίας των αρχαίων στο Γυμνάσιο (Καθημερινή, 5-2-1984). Ο μουσικός Δ. Σαββόπουλος προσπαθεί, με χοντροειδή πειράματα φωνητικής να αποδείξει την παρουσία στα νέα ελληνικά μακρών και βραχέων φωνηέντων (!). Ο υπουργός Παιδείας Α. Τρίτσης κάνει λόγο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, για διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών ακόμη και στο δημοτικό.

Η επαναφορά της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, και η διάχυση της ιδεολογίας που θέλει την ελληνική γλώσσα “ενιαία και αδιαίρετη” ταυτίζεται με την εμφάνιση στα ελληνικά πολλών φαινομένων τεχνητής ανάσυρσης. Κάποια από αυτά είναι:

  • Υιοθέτηση, για λόγους κύρους, αρχαιοπινών λέξεων και φράσεων στην εμπορική δραστηριότητα (π.χ. ορνιθοβελιστήριο)
  • Αναβιώσεις αρχαίων καταλήξεων, ειδικά σε ονόματα (π.χ. της Αργυρούς)
  • Αντιστροφές καθιερωμένων ορθογραφήσεων (π.χ. αίολα επιχειρήματα, κτήριο, αγώρι (!) για να κατασκευαστεί ομοιότητα με τα αρχαία.
  • Ερμηνεία φαινομένων της ν.ε. με βάση αρχαιοελληνικούς κανόνες (π.χ. στιγματισμός της «αύξησης» στην προστακτική).
  • Εκκλήσεις για εκκαθάριση της ελληνικής ακόμη και από μορφολογικά αφομοιωμένα δάνεια (π.χ. ντελιβεράς/τροφοδιανομέας)
  • Αμφισβήτηση της σχέσης ΚΝΕ και δημοτικής.

Οι προσπάθειες αυτές, που έχουν ως στόχο τη δημιουργία νεοκαθαρεύουσας, παραβιάζουν το γλωσσικό αισθητήριο, ενώ η τεκμηρίωσή τους (όταν επιχειρείται) είναι γλωσσολογικά σαθρή.


Συμπέρασματα

Η διεξοδική παρουσίαση του Γλωσσικού ζητήματος είχε ως στόχο την ανάδειξη μερικών αλληλένδετων σημείων που έχουν άμεση εφαρμογή στο γλωσσικό παρόν.

Το πρώτο είναι πως οι διαμάχες για την μορφή της γλώσσας σπάνια εξαντλούνται στις επιστημονικές και αισθητικές τους συνιστώσες. Εντάσσονται σε ευρύτερα, και όχι πάντα ευδιάκριτα, ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια.

Oι διαμάχες για την μορφή της γλώσσας σπάνια εξαντλούνται στις επιστημονικές και αισθητικές τους συνιστώσες

Στην περίπτωση του γλωσσικού ζητήματος, διακύβευμα ήταν αν θα προσδιοριζόμαστε με βάση το ποιοι και ποιες είμαστε σήμερα, ή με βάση το ποιοι (εδώ χωρίς «ποιες») υπήρξαν οι πρόγονοί μας. Σε άμεση συνάρτηση με αυτό, διακύβευμα αποτέλεσε αν η γλώσσα ορίζεται με βάση ένα γνωστό σε λίγους παρελθόν, ή αν έχουμε δικαίωμα να προσδιορίζουμε εμείς, ως γλωσσική κοινότητα, τον τρόπο έκφρασής μας στη βάση μιας κοινής αντίληψης για το εδώ και το τώρα. Το Γλωσσικό Ζήτημα αποτελεί, στον πυρήνα του, σύγκρουση ανάμεσα σε ιεραρχικούς και συμμετοχικούς τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας.

Στο μέτρο που τα παραπάνω ζητήματα δεν έχουν λυθεί, είναι παρακινδυνευμένο να πούμε ότι το Γλωσσικό Ζήτημα έχει κλείσει οριστικά. Η συστηματική προσπάθεια αποσταθεροποίησης της γλώσσας, με την ανάσυρση τύπων από τα βάθη της αρχαιότητας, η ανάπτυξη αντεπιστημονικών λόγων [discourses] που εκθειάζουν τη διδασκαλία της αρχαίας (ακόμη και σε σκύλους!), η επαναφορά του πολυτονικού ως «αισθητική επιλογή» αποτελούν παραδείγματα μιας γλωσσο-ιδεολογικής διαμάχης που υποβόσκει.

Θεωρούμενες έτσι, οι διάφορες προσπάθειες επανασύνδεσης με το γλωσσικό παρελθόν δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ένα είδος άκακου ή αφελούς νέο-ρομαντισμού. Είναι διεργασίες ύπουλα διαιρετικές, επιστημονικά άκυρες, και πολιτικά επικίνδυνες.


Το podcast και οι συνοδευτικές διαφάνειες


Προτάσεις για περαιτέρω μελέτη

  • Hering, G. (2020). Η διαμάχη για τη γραπτή νεοελληνική γλώσσα: σύντομη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος (Κεφ. 3 και 4). Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
  • Mackridge, P. (2009). Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα, 1766-1976 (μτφρ. Γ. Κονδύλης). Πατάκης.
  • Μαλαφαντής, Κ. Δ. (2002). Το γλωσσικό ζήτημα κατά τον νεοελληνικό διαφωτισμό.
  • Μιχάλης, Α. (2011). Η σχολική γραμματική Τριανταφυλλίδη και ο ρόλος της στη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας: κριτική αποτίμηση. Στα Πρακτικά 6ου επιστημονικού συνεδρίου Ιστορίας της Εκπαίδευσης (τομ. Β’, σελ. 621-644). Gutenberg-τυπωθήτω.
  • Φραγκουδάκη, Α. (2001). Ιστοριογραφικό διάγραμμα: οι συμβολικοί σταθμοί στη διαμάχη για την ελληνική γλώσσα. Η γλώσσα και το έθνος (1880-1980): Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα (σελ.17-26). Αλεξάνδρεια.

Αχιλλέας Κωστούλας

Έχοντας περάσει, για σπουδές και εργασία, από τα Πανεπιστήμια του Μάντσεστερ (Ηνωμένο Βασίλειο) και Γκρατς (Αυστρία), διδάσκω γλωσσολογία και διδακτική της γλώσσας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχω δημοσιεύσει, μόνος και με συνεργάτ.ιδ.ες, βιβλία για τη γλώσσα και τη διδακτική της, όπως The Intentional Dynamics of TESOL (2021, De Gruyter), Ιδεολογίες, Γλωσσική Επικοινωνία και Εκπαίδευση (2021, Gutenberg) και Challenging Boundaries in Language Education (2019, Springer), καθώς και άρθρα σε διεθνή έγκριτα περιοδικά.

Το podcast

Στο επεισόδιο αυτό ακούγονται αποσπάσματα από τις πανεπιστημιακές μου διαλέξεις κατά την πανδημία (2021-2022), καθώς και στοιχεία που ηχογραφήθηκαν τον Ιούνιο του 2023. Οι διαφάνειες προέρχονται από το μάθημα “Γλωσσολογία και ελληνική γλώσσα” που δίδαξα κατά το εαρινό εξάμηνο του 2022. Τα περιεχόμενα του podcast και το συνοδευτικό υλικό απηχούν την επιστημονική μου κρίση και δεν εκφράζουν θέσεις του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Οι φωτογραφίες “τίτλου” είναι από το Adobe Stock και χρησιμοποιούνται κατόπιν άδειας. Το κομμάτια στο ηχητικό “χαλί” είναι ελεύθερα δικαιωμάτων.