
Γειά σας! Είμαι ο Αχιλλέας Κωστούλας, και σας καλωσορίζω στις Γλωσσολογικές Αναζητήσεις. Στο επεισόδιο αυτό (διάρκειας 29 περίπου λεπτών), θα συνεχίσουμε την περιπλάνηση μας στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας, εστιάζοντας αυτή τη φορά στην ύστερη αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους. Ο λόγος που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτή η εποχή είναι διπλός. Αφενός βλέπουμε, κατά την ελληνιστική περίοδο, τη διαμόρφωση μιας πραγματικά κοινής γλώσσας που τη μιλούσαν όλοι οι Έλληνες (και όχι μόνο). Αφετέρου, όμως στην εποχή αυτή πρωτοεμφανίζεται η διγλωσσία, η συνύπαρξη δηλαδή λόγιων και λαϊκών τύπων έκφρασης. Όπως θα δούμε και στο επόμενο επεισόδιο, η διγλωσσία αποτέλεσε πληγή στην ιστορία μας, και για να γίνει καλύτερα κατανοητή είναι χρήσιμο να δούμε τη γέννησή της.
Η ελληνική γλώσσα: ένα ταξίδι στο χρόνο
- Η προϊστορία της ελληνικής γλώσσας
- Τα ελληνικά της κλασικής αρχαιότητας
- Η ελληνιστική Κοινή και οι απαρχές της διγλωσσίας (αυτό το επεισόδιο)
- Προς το σήμερα: Το Γλωσσικό Ζήτημα
Τα ελληνικά στην Ύστερη Αρχαιότητα και το Βυζάντιο
Η περιήγησή μας αποτελείται από τρείς θεματικές: Θα εξετάσουμε πρώτα τη διαμόρφωση της ελληνιστικής Κοινής, μιας πραγματικά αναγνωρίσιμης και σήμερα μορφής της ελληνικής γλώσσας. Στη συνέχεια, θα σταθούμε στο φαινόμενο του «αττικισμού», μιας προσπάθειας να επιστρέψει η γλώσσα σε παλαιότερες μορφές, που είχαν περισσότερο (υποτίθεται) κύρος. Και τέλος, θα συγκρίνουμε κείμενα της βυζαντινής γραμματείας για να δούμε σε αυτά πώς αναπτύχθηκε μια πρώιμη διγλωσσία.
Η ελληνιστική Κοινή
Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα (3ος αι. π.Χ. – 5ος αι. μ.Χ.) τα ελληνικά γίνονται η κοινή γλώσσα στη Μέση Ανατολή και, αργότερα, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η διαλεκτική διάσπαση υποχωρεί, και αναπτύσσεται μια κοινή ποικιλία, η «ελληνιστική κοινή» ή «αλεξανδρινή κοινή». Ο όρος κοινή εδώ δεν σημαίνει μόνο ότι ήταν μια γλώσσα που συνέδεε όλους τους Έλληνες, αλλά και ότι χρησιμοποιούνταν ως γλώσσα συνεννόησης (lingua franca) από άτομα με διαφορετικές πρώτες γλώσσες για να διευκολύνουν τη μεταξύ τους συνεννόηση (όπως χρησιμοποιούνται σήμερα τα διεθνή αγγλικά). Η διεύρυνση της χρήσης της ελληνικής και σε άτομα που δεν είχαν τη γλώσσα ως πρώτη, αλλά και η πάροδος του χρόνου, είχε ως αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στη φωνολογία (προφορά) και τη μορφολογία και σύνταξη (γραμματική) της γλώσσας σε σχέση με την κλασική περίοδο.
Παράδειγμα κειμένου στην Ελληνιστική Κοινή
Σημείωση: Εδώ (και στα άλλα κείμενα της ανάρτησης), χρησιμοποιείται η οξεία στη θέση της βαρείας, που δυστυχώς δεν υποστηρίζεται από την ιστοσελίδα. Ορθογραφικά πιστότερες μορφές των κειμένων υπάρχουν στις διαφάνειες.
τήν κεφαλήν βάπτεις, τό δέ γῆρας οὔποτε βάψεις, οὐδέ παρειάων ἐκτανύσεις ῥυτίδας. μή τοίνυν τό πρόσωπον ἅπαν ψιμύθῳ κατάπλαττε, ὥστε προσωπεῖον κοὐχί πρόσωπον ἔχειν. οὐδέν γάρ πλέον ἔστι. τί μαίνεαι; οὔποτε φῦκος καί ψίμυθος τεύξει τήν Ἑκάβην Ἑλένην.
Στο παραπάνω κείμενο ο σκωπτικός ποιητής Λουκίλιος (1ος αι. μ.Χ.) καταφέρεται με μνησικακία ενάντια σε κάποια γνωστή του. Της λέει πως ενώ βάφει τα μαλλιά της δεν θα μπορέσει ποτέ να βάψει τα γηρατειά, ούτε να τραβήξει (τανύσει) τις ρητίδες στα μάγουλά της. Την προτρέπει, ακόμη, να μη βάφει το πρόσωπό της με καλλυντικά (ψίμυθο) στην προσπάθειά της να έχει, όχι το πραγματικό της πρόσωπο αλλά ψεύτικο προσωπείο, μάσκα. Εξάλλου, όσα καλλυντικά και να βάλει, συνεχίζει ο γλυκούλης, αυτά δεν προκειται να μεταμορφώσουν μια Εκάβη (τη γερασμένη βασίλισσα της Τροίας) σε ωραία Ελένη.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, αν και (μάλλον) ρωμαίος, ο Λουκίλιος εξέφρασε την ερωτική του απογοήτευση στα ελληνικά, και ότι επέλεξε τη γλώσσα αυτή, αν και απευθυνόταν σε ένα αναγνωστικό κοινό που -πιθανότατα- μιλούσε άλλες γλώσσες ως πρώτες. Άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι, αν και υπάρχουν στο ποίημα κάποιες (όχι πολλές) λέξεις που σήμερα μας ξενίζουν, εντούτοις όσα γράφει ο ποιητής μας είναι αρκετά προσπελάσιμα ακόμη και σήμερα. Η Kοινή, η γλώσσα των Ευαγγελίων, είναι η πρώτη μορφή της ελληνικής που είναι σχετικά εύκολα αναγνωρίσιμη στις σημερινές ομιλήτριες και ομιλητές.
Η Kοινή είναι η πρώτη μορφή της ελληνικής που είναι σχετικά εύκολα αναγνωρίσιμη σήμερα
Ορισμένα χαρακτηριστικά της Κοινής
Η διαδοση της ελληνικής γλώσσας είχε ως αποτέλεσμα την απλοποίησή της. Έτσι, πολλές από τις φωνολογικές, μορφολογικές και συντακτικές ιδιαιτερότητες της αρχαίας ελληνικής αρχίζουν σταδιακά να εξαλείφονται. Ειδικότερα:
- Δεν γίνεται διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων. Για παράδειγμα, τα «ω» και «ο» προφέρονται πλέον με τον ίδιο τρόπο.
- Αλλάζει η προφορά των διφθόγγων. Έτσι, το «αι» προφέρεται πλέον ως /e/ και όχι /ai/ (μονοφθογγισμός), το «ευ» προφέρεται ως /ef/ ή /ev/, και όχι ως /eu/.
- Τα ηχηρά κλειστά σύμφωνα /b/, /d/, /g/ τρέπονται σε διαρκή /v/, /δ/, /γ/ αντίστοιχα. Ενδεικτικά, η λέξη «άνδρας» διατηρεί την ορθογραφική της μορφή, αλλά αλλάζει προφορά από /andras/ σε /anδras/.
- Πολλαπλασιάζονται οι περιφραστικοί ρηματικοί τύποι. Για παράδειγμα, το απαρέμφατο αντικαθίσταται από περιφράσεις όπως ίνα+υποτακτική ή ότι+οριστική.
- Οι «δύσκολες» μορφολογικά λέξεις (π.χ. ναυς) αντικαθίστανται από απλούστερες (π.χ. πλοίον). Γίνεται εκτενής χρήση υποκοριστικών: π.χ. το παις δίνει τη θέση του στο παιδίον (παιδάκι), η κόρη στο κοράσιον κ.ο.κ.
- Εξαφανίζονται σταδιακά η δοτική στα ονόματα και η ευκτική στα ρήματα.
- Παρατηρούνται πολλές αλλαγές στη σημασία λέξεων, συχνά λόγω επίδρασης του Χριστιανισμού: π.χ. εκκλησία, άγγελος, ποντικός, Έλλην.
Αποτίμηση της Κοινής
Η γλωσσική αλλαγή, γενικά, δεν έχει πρόσημο. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ελληνιστική Κοινή ως ένα φαινόμενο «καλό» ή «κακό». Τούτου λεχθέντος πάντως, ο (αρκετά συντηρητικός) γλωσσολόγος Γ. Χατζηδάκις σημειώνει τα παρακάτω:
Οι μεταβολές για τις οποίες έγινε λόγος στα προηγούμενα κεφάλαια (…) γενικά δεν ήταν επιβλαβείς. Διότι για να γίνει σχεδόν παγκόσμια μια γλώσσα, όπως τότε η ελληνική, και επιπλέον για να διατηρηθεί τέτοια, παγκόσμια, ώσπου να την εκτοπίσουν από την υψηλή αυτή θέση μεγάλα ιστορικά γεγονότα, χρειάζεται να είναι απλή και ευμεταχείριστη, απαλλαγμένη κατά το δυνατόν από ανωμαλίες, πολυτυπίες, πολύπλοκη σύνταξη κτλ. […] [Μάλιστα, στους χριστιανικούς χρόνους], στη μορφή ακριβώς που είχε, ήταν εξαίρετο όργανο απλής και μαζί ισχυρής και σαφούς έκφρασης· μάρτυς αυτού του στοιχείου μεγαλόφωνος είναι η Καινή Διαθήκη, που τα υψηλά ηθικά διδάγματά της εκφράστηκαν με αυτή την εξομαλισμένη και απλή γλώσσα.
Χατζηδάκις, Γ. (1915). Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης (προσαρμογή στα ν.ε. Γ. Χάρης). σ. 72.
Ο αττικισμός
Οι πολυεπίπεδες αλλαγές που συντελέστηκαν κατά την αλεξανδρινή εποχή δεν έγιναν εύκολα δεκτές από όλους. Περίπου στον 1ο μ.Χ. αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται μια αντίδραση στην (θεωρούμενη ως) «φθορά» ή «καταστροφή» της γλώσσας. Ο προβληματισμός αυτός εκφράστηκε με την συγγραφή οδηγών «σωστής» χρήσης της ελληνικής, και αυστηρών διορθωτικών οδηγιών, που ανέτρεχαν στα κείμενα της κλασσικής περιόδου ως πρότυπα ορθότητας.
Επειδή γινόταν προσπάθεια μίμησης του ύφους της Αθηναϊκής λογοτεχνικής παραγωγής, το κίνημα αυτό αποκαλείται «αττικισμός». Τη γέννηση αυτού του ρεύματος την περιγράφει ο Χατζηδάκις κάπως έτσι:
Άλλη όμως γνώμη για την αξία της γλώσσας αυτής είχαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι Έλληνες. Οι οποίοι, παραβάλλοντας τα φιλολογικά έργα που παράγονταν εκείνα τα χρόνια με τα έργα των αρχαιότερων δόκιμων συγγραφέων, τα έβλεπαν προφανώς να υπολείπονται κατά πολύ, και νόμισαν, εσφαλμένα, ότι αιτία ήταν η αλλοίωση της γλώσσας που είχε επέλθει.
Χατζηδάκις, Γ. (1915). Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης (προσαρμογή στα ν.ε. Γ. Χάρης). σ. 72.
Παραδείγματα διορθωτικών οδηγιών
Πολλοί αττικιστές επιδόθηκαν στην προσφιλή και σήμερα συγγραφή οδηγιών καλής χρήσης, ώστε να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους να μιλάνε «πιο σωστά» ελληνικά. Για παράδειγμα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Φρύνιχος ο Αράβιος γράφει στο έργο του Εκλογή ονομάτων και ρημάτων αττικών:
Πάντοτε μή λέγε, ἀλλ΄ ἑκάστοτε καί διά παντός.
Ρέει, ζέει, πλέει· Ἰακά ταῦτα διαιρούμενα. λέγε οὖν ῥεῖ, ζεῖ, πλεῖ.
Σικχαίνομαι· τῷ ὄντι ναυτίας ἄξιον τοὔνομα. ἀλλ’ ἐρεῖς βδελύττομαι ὡς Ἀθηναῖος.
Μαγειρεῖον· τό μέν μάγειρος δόκιμον, τό δὲ μαγειρεῖον οὐκέτι. ἀντί δέ τούτου ὀπτάνιον λέγουσιν.
Μαμμόθρεπτον μή λέγε, τηθαλλαδοῦν δέ.
Οι ισχυρισμοί ότι οι λέξεις «πάντοτε», «μαγειρείο», «μαμόθρεφτο» και «σιχαίνομαι» δεν είναι πραγματικά Ελληνικά και ότι η λέξη «ρέει» είναι δήθεν αρρωστημένη, αποτίθενται στην κρίση των αναγνωστ·ρι·ών. Όμως, 18 αιώνες μετά, οι λέξεις είναι γνωστές σε όσους μιλάμε ελληνικά. Ο Φρύνιχος όχι.
Η διγλωσσία αποκόπτει τη διανόηση από την καθημερινότητα και τον λαό από τη μόρφωση.
Αποτίμηση του Αττικισμού
Ο αττικισμός αποτέλεσε την απαρχή του φαινομένου που, αργότερα στην ιστορία θα αποκαλέσουμε διγλωσσία. Διγλωσσία είναι μια συνθήκη στην οποία οι πιο λόγιοι ή μορφωμένοι ομιλητές δεν εκφράζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι υπόλοιποι. Αυτό έχει και πολιτικές και πολιτιστικές συνέπειες, γιατί αποκόπτει τη διανόηση από την καθημερινότητα και τον λαό από τη μόρφωση.
Επανερχόμενος στο κείμενο του Χατζηδάκι:
Πρώτον, τα πονήματα που συντάσσονταν κατ’ αυτό τον τρόπο επί πολλούς αιώνες έγιναν γρήγορα κτήμα των λογιότερων μόνο τάξεων του έθνους, ξένα όμως για τον πολύ λαό, που εγκαταλείφθηκε στο σκότος της αμάθειας […]
Χατζηδάκις, Γ. (1915). Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης (προσαρμογή στα ν.ε. Γ. Χάρης). σελ. 75-76.
Άλλο κακό του αττικισμού ήταν ότι όσο περισσότερο προσπαθούσαν και κατόρθωναν εκείνοι να μιμούνται ακριβέστατα τους αρχαίους και να αποφεύγουν κάθε νεότερο, αδόκιμο, όπως έλεγαν, γλωσσικό φαινόμενο, τόσο περισσότερο συγκάλυπταν έτσι και έκρυβαν από εμάς την ανέλιξη της γλώσσας, και μάλιστα τόσο περισσότερο ανακριβή εικόνα μάς παρέχουν ως προς τις αδιάκοπες γλωσσικές μεταβολές που γίνονταν παράλληλα.
Διγλώσσια στα βυζαντινά χρόνια
Κατά την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα ελληνικά παρουσιάζουν και συνέχειες και καινοτομίες.
Καινοτομία αποτελεί η εμφάνιση της μικρογράμματης γραφής, που ήταν πιο κατάλληλη για τη γραφή με μελάνι. Υπενθυμίζεται ότι οι αρχαίοι έλληνες έγραφαν μόνο με κεφαλαία.

Η απόσταση μεταξύ της καθημερινής γλώσσας και των απογόνων των αττικιστών μεγαλώνει, και η διγλωσσία παγιώνεται. Πλέον δεν υπάρχει μια κοινή γλώσσα, αλλα δύο μορφές ελληνικών, μια για την άρχουσα τάξη (λόγια) και μια για τις κατώτερες (δημώδης).
Λόγια γλώσσα
Η λόγια γλώσσα χρησιμοποιούνταν από την αριστοκρατία και την εκκλησία. Η γλώσσα αυτή αντλούσε στοιχεία κυρίως από την αρχαιότητα και μιμούνταν το ύφος των αρχαιοελληνικών κειμένων.
Φαίνεται πως η λόγια γλώσσα δεν χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά σε επίσημες περιστάσεις. Στο παρακάτω απόσπασμα, ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096), σε προχωρημένη ηλικία, γράφει μια επιστολή στον εγγονό του, που ήταν ακόμη μωράκι (βρεφύλλιο). Λέει, με πόνο, πως δεν θα προλάβει να τον δει να μεγαλώνει (ἡβάσκον και μειράκιον). Η ζωή του, εξηγεί, τελειώνει και ο χρόνος του θανάτου του πλησιάζει (ήκει), φέρνοντας μαζί του και τη διακοπή (τομή) του νήματος (κλωστῆρος) της ζωής του.
Οὐκ ὄψομαί σε ἴσως, φίλτατόν μοι βρεφύλλιον καί ψυχῆς ἐμῆς ἔκγονον, οὔτε ἡβάσκον, εἴ γε θεός βούλοιτο, οὔτε μειρακευόμενον, ἐπειδή μοι τό ζῆν ἐπιλείψιμον ἤδη καί ὁ χρόνος ἥκει φέρων τήν τομήν τοῦ κλωστῆρος.
Μιχαήλ Ψελλός, Εἰς τόν αὐτοῦ ἔκγονον ἔτι νήπιον ὄντα.
Δημώδης γλώσσα
Στον αντίποδα, η δημώδης γλώσσα, δηλαδή η γλώσσα του λαού, συνεχίζει τις διεργασίες που ξεκίνησαν κατά την περίοδο της κοινής. Είναι ανοιχτή σε προσμίξεις και επιρροές από άλλες γλώσσες, και πλησιάζει όλο και περισσότερο τη δική μας.
Το παρακάτω απόσπασμα, που αποδίδεται συμβατικά στον βυζαντινό Πτωχοπρόδρομο (ενδεχομένως να μην είναι πραγματικό πρόσωπο), φαίνεται πως γράφτηκε την ίδια περίπου εποχή με την παραπάνω επιστολή. Ωστόσο, φαίνεται πως είναι πιο κοντά στα δικά μας ελληνικά (από τα οποία απέχει 10 αιώνες), παρά με εκείνα του σύγχρονού του Ψελλού.
Ἀφοῦ δέ γέγονα κἀγώ γραμματικός τεχνίτης ἐπιθυμῶ καί τό ψωμίν καί τοῦ ψωμιοῦ τήν μάνναν, καί διά τήν πείναν τήν πολλήν καί τήν στενοχωρίαν ὑβρίζω τά γραμματικά, λέγω μετά δακρύων: Ἀνάθεμα τά γράμματα, Χριστέ, καί ὁποῦ τά θέλει, ἀνάθεμαν καί τόν καιρόν καί ἐκείνην τήν ἡμέραν, καθ’ ἧν μέ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον, πρός τό νά μάθω γράμματα, τάχα νά ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα. (Πτωχοπρόδρομος, ΙΙΙ, στ. 81-88)
Κάποιες χαρακτηριστικές αλλαγές που σημειώνονται σε βάθος χρόνου είναι οι παρακάτω:
- ανάπτυξη του μέλλοντα με βάση το ρήμα «θέλω» (π.χ. θέλω λαμβάνειν, πβλ. I will receive)
- εξαφάνιση αρχικών φωνηέντων (π.χ. ημέρα –> μέρα, ερωτώ –> ρωτώ)
- αποφυγή του τελικού -ν (π.χ. πέτραν –> πέτρα, έγραψαν –> γράψανε)
Συμπεράσματα
Παρακολουθώντας την ιστορική διαδρομή της ελληνικής κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και τα Βυζαντινά χρόνια μπορούμε να κάνουμε δύο επισημάνσεις.
Η πρώτη έχει να κάνει με τη φυσική τάση της Γλώσσας (εδώ με την έννοια της πανανθρώπινης ικανότητας επικοινωνίας) να μεταβάλλεται. Είδαμε παραπάνω πως η ελληνική, για να γίνει κοινή γλώσσα πολλών λαών, απέβαλε τα γνωρίσματα εκείνα που δυσκόλευαν την επικοινωνία. Οι διεργασίες αυτές, τότε όπως και τώρα, προκάλεσαν αντίδραση και φόβο. Πρόκειται όμως για ένα εγγενές γνώρισμα της Γλώσσας, που της επιτρέπει να προσαρμόζεται σε κοινωνικά πλαίσια που αλλάζουν. Χωρίς την ικανότητα της να ανανεώνεται, η Γλώσσα θα έχανε σύντομα τη χρησιμότητά της για τους ομιλητές και τις ομιλήτριές της.
Χωρίς την ικανότητα της να ανανεώνεται, η Γλώσσα θα έχανε σύντομα τη χρησιμότητά της
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η Γλώσσα έχει τη δυνατότητα τόσο να ενώνει, όπως έγινε με την Κοινή, όσο και να χωρίζει, όπως έγινε με τη διγλωσσία, τη βυζαντινή και τη μετέπειτα. Η συνύπαρξη του λόγιου και του δημώδους στοιχείου στα ελληνικά δεν είναι απαραίτητα κακή. Είναι στοιχείο πλούτου να μπορούμε ακόμη και σήμερα να προσαρμόσουμε το ύφος μας, διαλέγοντας την κατάλληλη κάθε φορά λέξη (φουρναραίοι/αρτοποιοί, χαλί/τάπητας). Στο μέτρο που η λόγια παράδοση διέσωσε στοιχεία που επιτρέπουν την ευελιξία αυτή, αποτιμάται θετικά, όπως θετική είναι κάθε μορφή γλωσσικής ποικιλότητας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με τον τοξικό ταξικό διαχωρισμό που αποτύπωνε η διγλωσσία. Όπως θα δούμε στο επόμενο επεισόδιο, οι συνέπειες της διγλωσσίας υπήρξαν ολέθριες.
Το Podcast και συνοδευτικές διαφάνειες
Προτάσεις για περαιτέρω μελέτη
- Ανδριώτης, Ν. (1974). Η ελληνική γλώσσα στους μετακλασσικούς χρόνους. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τομ. Ε’, σελ. 258-267). Εκδοτική Αθηνών.
- Καραντζόλα, Ε. (α.χ.ε.). Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. [Ανοικτό διαδικτυακό μάθημα]. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. [Προτείνεται όλο το υλικό, αλλά άμεση σχέση με τις θεματικές του επεισοδίου έχου οι Ενότητες 7, 8, 9]
- Τριανταφυλλίδης, Μ. (1937). Ο αττικισμός και η αρχή της διγλωσσίας. Στο Ξ. Α. Κοκολης (Επιμ.), Μανόλης Τριανταφυλλίδης: Επιλογή από το έργο του (σελ. 213-232). ΙΝΣ.
Πλούσιες πληροφορίες για τη δημώδη λογοτεχνία υπάρχουν, σε ψηφιακή μορφή, στον διαδικτυακό τόπο του έργου “Δημώδης Γραμματεία. Από τον Διγενή Ακρίτη έως την πτώση της Κρήτης” καθώς και στον τόμο “Δημώδης Πεζός Λόγος του 16ου αιώνα” (επιμ. Κακουλίδη-Πάνου, Καραντζόλα και Τικτοπούλου)
Αχιλλέας Κωστούλας
Έχοντας περάσει, για σπουδές και εργασία, από τα Πανεπιστήμια του Μάντσεστερ (Ηνωμένο Βασίλειο) και Γκρατς (Αυστρία), διδάσκω γλωσσολογία και διδακτική της γλώσσας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχω δημοσιεύσει, μόνος και με συνεργάτ.ιδ.ες, βιβλία για τη γλώσσα και τη διδακτική της, όπως The Intentional Dynamics of TESOL (2021, De Gruyter), Ιδεολογίες, Γλωσσική Επικοινωνία και Εκπαίδευση (2021, Gutenberg) και Challenging Boundaries in Language Education (2019, Springer), καθώς και άρθρα σε διεθνή έγκριτα περιοδικά.
Το podcast
Στο επεισόδιο αυτό ακούγονται αποσπάσματα από τις πανεπιστημιακές μου διαλέξεις κατά την πανδημία (2021-2022), καθώς και στοιχεία που ηχογραφήθηκαν τον Ιούνιο του 2023. Οι διαφάνειες προέρχονται από το μάθημα “Γλωσσολογία και ελληνική γλώσσα” που δίδαξα κατά το εαρινό εξάμηνο του 2022. Τα περιεχόμενα του podcast και το συνοδευτικό υλικό απηχούν την επιστημονική μου κρίση και δεν εκφράζουν θέσεις του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Οι φωτογραφίες “τίτλου” είναι από το Adobe Stock και χρησιμοποιούνται κατόπιν άδειας. Το κομμάτια στο ηχητικό “χαλί” είναι ελεύθερα δικαιωμάτων.
Leave a Reply